ῥυκάνησις

ῥυκάνησις
ῥῠκάν-ησις, εως, ,
A planing, Bito 54.2 (where [pref] ῥυχ-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρυκάνιση — η / ῥυκάνησις ήσεως, ΝΜΑ, και ρυκάνηση Ν, και ῥυχάνησις Α το ροκάνισμα, το πλάνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥυκάνιση < ῥυκανίζω, ενώ ο τ. ῥυκάνησις < αμάρτυρο, στην αρχαία, ρ. *ῥυκανῶ] …   Dictionary of Greek

  • ρυχάνησις — ήσεως, ἡ, Α βλ. ῥυκάνησις …   Dictionary of Greek

  • ῥυκανήσεως — ῥυκανήσεω̆ς , ῥυκάνησις planing fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”